-
1 καινότης
2 novelty,λόγου Th.3.38
;τῶν εὑρημένων Isoc.10.2
;Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν.. ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6
; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41;αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινότης
См. также в других словарях:
πολυτροπία — και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [πολύτροπος] 1. η ιδιότητα τού πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα 2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek